- αποθέρισμα
- το , αποθέρισμός ο конец жатвы, косьбы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποθερίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, τελειώνω το θέρισμα: Όταν αποθερίσαμε, πήγαμε για λίγες μέρες στη θάλασσα. Ουσ. αποθερισμός, ο και αποθέρισμα, το το τέλος του θερισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)